πύλωμα

πύλωμα
πύλ-ωμα [], ατος, τό,
A gateway, in pl., A.Th.408,799, E.Hipp.808, Ph.1113, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πύλωμα — το, ΝΑ νεοελλ. στον πληθ. τα πυλώματα ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν αρχ. η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)] …   Dictionary of Greek

  • πυλωμάτων — πύλωμα gateway neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώμασιν — πύλωμα gateway neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώματα — πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώμαθ' — πυλώματα , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl πυλώματι , πύλωμα gateway neut dat sg πυλώματε , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”